Πόσο όμορφα νόμιζα πως η ευτυχία
θα ήτανε αυτές οι στιγμές να
κρατούσαν για πάντα
ο μεγαλύτερος κόμπος
η προσδοκία
του πάντα στον απέραντο χρόνο
και γινόμαστε
τίποτα
μα είμαι
είμαι ο κώλος μου στην κοιλιά
σου
οι παλάμες σου στα βυζιά μου
τα χείλια σου τα αχόρταγα που
με ρουφούν
διαστέλλεται ο χρόνος στο μουνί σου που μου σφίγγει τα δάχτυλα
και αντέχω και ζω
και η επιθυμία μας το πιο άγριο ζώο
που θα τρομάξει
που θα επιτεθεί
που θα κρυφτεί
θα μας κατασπαράξει
και πόσα πρέπει γλείψαμε και τα ξεράσαμε και τα αφήσαμε πίσω μας
βούλιαζα σκέφτηκα σάπισα μα
άνθισα
και πόσα ταξίδια μπρος μας, παραλίγο δεν τα έκαψα
και ουυυυφ θα αναδυθούμε από την θάλασσα
και ουυυφ θα βαφτίσει τα σπλάχνα μας
τη δύναμή μας, το γέλιο μας, την παιδική μας αφέλεια
έτσι θα μας τραβάει βίαια μέσα
της όλο και πιο βαθιά της
να ξεχαστούμε στο τώρα να ζήσουμε το σήμερα
τα καπούλια μου σε ετοιμότητα
τα μπράτσα μου ζεστά και
κουρδισμένα
απάνω στο μέτωπό σου τα φτερά
μου
ο τεράστιος ουρανός με τις
περσίδες
μέσα στις διεσταλμένες μας
κόρες
το χάος, το όλον, και το τίποτα
που μας αποτελεί
πόσο τρομάξαμε με αυτό που απλά είναι
πόσο αβάσταχτα μας έσκησε η ευτυχία αυτή